μυωπάζω

μυωπάζω
(ΑΜ μυωπάζω)
μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία
νεοελλ.
μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν αντιλαμβάνομαι μια δυσμενή κατάσταση, παρούσα ή μελλοντική
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις τοῑς ὀφθαλμοῑς προσέσχε».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος + κατάλ. -άζω (πρβλ. θηλ-άζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυωπάζω — blink pres subj act 1st sg μυωπάζω blink pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωπαζόντων — μυωπάζω blink pres part act masc/neut gen pl μυωπάζω blink pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωπάζει — μυωπάζω blink pres ind mp 2nd sg μυωπάζω blink pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωπαζούσῃ — μυωπάζω blink pres part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωπάζοντας — μυωπάζω blink pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωπάζοντες — μυωπάζω blink pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωπάζων — μυωπάζω blink pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωπάσαντες — μυωπάζω blink aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωπιάζω — (ΑΜ) (κατά το λεξ. Σούδα) μυωπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μυωπάζω με επίδραση τού αμάρτυρου *μυωπιάω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”